- Ιαβέρης
- ο(λ. γαλλ.)1. το όνομα του αστυνομικού στους «Άθλιους» του Β. Ουγκό.2. μτφ., άριστος και αδυσώπητος αστυνομικός.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ιαβέρειος — α, ο αυτός που συμπεριφέρεται σαν τον Ιαβέρη, τον πασίγνωστο αστυνομικό τών Αθλίων τού Β. Ουγκώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όν. Ιαβέρης] … Dictionary of Greek